- ντρέντνωτ
- το ακλ. воен. -мор. дредноут
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ντρέντνωτ — το άκλ. τύπος θωρηκτού πλοίου μάχης με ισχυρή θωράκιση και βαριά πυροβόλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. dreadnought «ατρόμητος» < Dreadnought, ονομ. βρετανικού πολεμικού πλοίου, που ήταν το πρώτο στο είδος του] … Dictionary of Greek
υπερντρέντνωτ — και υπερδρέδνωτ, το, Ν άκλ. ναυτ. παλαιός τύπος θωρηκτού, με εκτόπισμα άνω τών 30.000 τόννων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. superdreadnought < super «υπέρ» + dreadnought (βλ. ντρέντνωτ)] … Dictionary of Greek